ξαναπρασινίζω

ξαναπρασινίζω
1. πρασινίζω ξανά
2. μτφ. ακμάζω ξανά, αναθάλλω («αν η νιότης μια βολά διαβεί και μάς αφήσει, πλια της σ' εμάς δεν στρέφεται να ξαναπρασινίσει», Σουμμ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αναχλοάζω — (Α ἀναχλοάζω) νεοελλ. ξαναγίνομαι χλοερός, ξαναπρασινίζω αρχ. ξαναγίνομαι νέος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”